- ασημείωτος
- -η, -ο (Α ἀσημείωτος, -ον)ο απαρατήρητοςνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί2. εκείνος που δεν είναι σημειωμένος» που δεν έχει δηλαδή σωματικό ελάττωμααρχ.1. όποιος δεν έχει διακριτικά σημεία2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να γίνει αναφορά με σημάδια ή σύμβολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σημειώ (-όω) < σημείον].
Dictionary of Greek. 2013.