ασημείωτος

ασημείωτος
-η, -ο (Α ἀσημείωτος, -ον)
ο απαρατήρητος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί
2. εκείνος που δεν είναι σημειωμένος» που δεν έχει δηλαδή σωματικό ελάττωμα
αρχ.
1. όποιος δεν έχει διακριτικά σημεία
2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να γίνει αναφορά με σημάδια ή σύμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σημειώ (-όω) < σημείον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀσημείωτος — unnoticed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασημείωτος — η, ο επίρρ. α 1. ασημάδευτος (βλ. λ.). 2. εκείνος για τον οποίο δεν κρατήθηκε σημείωση ή τον οποίο δεν πρόσεξε κανείς: Ξέχασα μερικά έξοδα ασημείωτα. 3. αυτός που δεν είναι σημειωμένος, παραμορφωμένος σωματικά: Τέτοιος που ήταν, ο Θεός δεν τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσημείωτον — ἀσημείωτος unnoticed masc/fem acc sg ἀσημείωτος unnoticed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσημειώτοις — ἀσημείωτος unnoticed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσημείωτοι — ἀσημείωτος unnoticed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρασήμαντος — ἀπαρασήμαντος, ον (Α) [παρασημαίνομαι] ασημείωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”